- φαμπρικάντης
- και φαμπρικάντες, ο, Νεργοστασιάρχης, βιομήχανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricante (βλ. λ. φάμπρικα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαμπρικάρης — ο, Ν [φάμπρικα] ιδιοκτήτης φάμπρικας, φαμπρικάντης … Dictionary of Greek